- αΐδυλος
- ἀίδυλος, -ον (Α)κατά τον Ησύχιο «θρασύς».[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Πιθανότερη είναι η άποψη (τού Leumann) που θεωρεί τη λ. παραλλαγμένη μορφή τού ομηρικού επιθ. ἀήσυλος «πονηρός, φαύλος» (με τροπή τού η σε ι και τού σ σε δ πιθ. Παρετυμολογικά πρός το ἥδομαι). Μορφικά είναι ευκολότερη η ερμηνεία τού τ. ἀίδυλος από το ἀίδηλος «απεχθής-ολέθριος-άφαντος» ή από το αἰδήμων «ντροπαλός», αλλά τότε μένει ανερμήνευτη η διαφορά στη σημασια τών λ.].
Dictionary of Greek. 2013.